γαμήστρα
Ουσιαστικό, θηλυκό

  1. Κρεβάτι.


Παράδειγμα

 

 


Συνώνυμα:

καρκόλα

  1. Απόμερο σημείο που χρησιμοποιείται από νεαρά ζευγάρια για ερωτικές συνευρέσεις.


Παράδειγμα

Στη βόλτα που πήγα χθες το σκύλο μου, εκεί στην γαμίστρα είδα τον Γιάννη με μία μικρή στο αυτοκίνητό του.

Προέλευση

Προέρχεται απο το ρήμα γαμώ.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.