γυρίλλα
Ουσιαστικό, θηλυκό

  1. Το γύρισμα της βέργας στο επιτραπέζιο ποδοσφαιράκι.


Παράδειγμα

Παίζει πάρα πολύ δυνατά, και κυρίως αποφεύγει τες γυρίλλες. Ήταν αυτό μια συμβουλή που του είχα δώσει από την αρχή και την τήρησε, χωρίς ποτέ να πέσει στον πειρασμό να κάνει και καμιά γυρίλλα, ιδιαίτερα όταν παίζει με άλλα παιδάκια που το κάνουν. (https://strovoliotis.wordpress.com/2009/11/24/ππιριλιά-είναι-κάτι-σαν-το-μπόουλινγκ/)

  1. (μτφ) Μεγάλη κακοκεφιά, μέχρι απελπισίας.


Παραδείγματα

Άεισμε ρε φίλε, υπολόγισα πόσοι μήνες μου μένουν στο στρατό και μ' έπιασε η γυρίλλα.


Μεγάλη γυρίλλα να σηκωστώ που τα βραστά μου μες τα θεοσκότεινα τζιαι το κρύον!

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Υποκοριστικά: γυριλλίν, γυριλλούδιν, γυριλλούιν.

Μεγεθυντικά: γύριλλος, γυριλλάος.

 

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.