κάμνω πίππαν
[ˈkamno ˈˈpipʰːan]
Φράση

  1. Κάνω πίππα, πεολειχία.


Παραδείγματα


Συνώνυμα:

  1. (μτφ) Καλοπιάνω κάποιον συνήθως ανώτερό μου για ευνοϊκή μεταχείρηση.


Παραδείγματα

Καλάν ρε, πόσες πίππες έκαμες του Διοικητή για να σε φκάλει Ππου-Σσου-Κκού;!


Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Στην κυπριακή αργκό δεν λέγεται το παίρνω πίπα της ελληνικής αργκό (εκτός αν κάποιος καλαμαρίζει). Η φράση είναι κάμνω πίππαν (κάποιου).

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.