κακαουσκιάς
Ουσιαστικό, αρσενικό

Αυτός που φέρνει κακή τύχη, ο γρουσούζης.


Παραδείγματα

Επήραμεν τον Aντρέα μαζί μας στη μάππα, έτσι κακαουσκιάς που ένι εφάμεν τες.


Εν δαμαί ο κακαουσκιάς τζ̌αι καρτεράτε να πάει καλά η δουλειά σας;


Προέλευση

Από το ουσιαστικό κακαουσκιά 'γκαντεμιά' με προσθήκη του παραγωγικού επιθήματος -ας.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.