Αυτός που του λείπει κάτι, που είναι λειψός, είτε σωματικά (πολύ αδύνατος), είτε διανοητικά (ανόητος).


Παραδείγματα

-Εγόρασα του το πιο μιτσίν size παντελόνι, μα πάλε χωρεί αλλό τρία πλάσματα μέσα. -Αφού εν λειψιμιός, κόρη!


Φάε ρε τίποτε! Έγινες τέλεια λειψιμιός, όπως τη στέκκα!


Εν τέλεια IQ πατάτα τούτος! Εν τζ̌εί που τον λειψιμιό!


Τι τον έβαλες να κάμει τις δουλειές; Αφού εν κόφκει ο νους του! Εν τέλεια λειψιμιός.

Πηγές

http://wikipriaka.com/cy/dict/8

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.