λούρτα
Ουσιαστικό, θηλυκό

  1. Σαχλαμάρα, τσ̌όφτα.


Παραδείγματα

Κόψε λίο τες λούρτες, μεν λαλείς συνέχεια βλακείες.


Μα λαλείς ότι εν πετυχημένη ταινία τούντη η λούρτα;

  1. Υπερβολή.


Παράδειγμα

Ο Μάριος ούλλον λούρτες λαλεί, είπεν μου ότι έδερεν δέκα άτομα εχτές.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.