1. Λιώνω και 'στάζω', ιδρώνω δηλαδή από τη ζέστη ή από την πολλή κίνηση.


Παραδείγματα

Έλυσα τζ̌αι έσταξα σήμερα στο γυμναστήριο, αλλά θα κάμω τζ̌αι ποδήλατο.


Μα πόσην ώρα να στεκούμαστε μες τον ήλιο, έλυσα τζ̌αι έσταξα!


melting

  1. (μτφ) Κουράζομαι πολύ, σωματικά αλλά κυρίως ψυχικά.


Παράδειγμα

Εσιει ένα χρόνον που με ξέρετε, τζ̌αι ξέρετε οτι εν αντέχω στην δουλειά μου. Έλυσα τζ̌αι έσταξα. Θέλω να παραιτηθώ, εν αντέχω!

 

  1. (μτφ) Είμαι πολύ ερωτευμένος, λιώνω από καψούρα.


Παραδείγματα

Εν αντέχω μακριά σου, λύω τζ̌αι στάσσω!


Δως μου λλίη σημασία πουρέκκα μου τζ̌αι έλυσα τζαι έσταξα ο μαυρογέρημος!

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.