μολλόχας
[moˈlːoxas]
Ουσιαστικό, αρσενικό
[moˈlːoxas]
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ο μόνιμος λοχίας.
Παραδείγματα
Προέλευση
< μολλόχ- (από τη συντομογραφία Μον. Λοχ.) + -ας.
Περισσότερα ...
Ο μόνιμος λοχίας.
< μολλόχ- (από τη συντομογραφία Μον. Λοχ.) + -ας.