νομίζει ότι κρατά τον Θεόν που τ’ αρτζ̆ίθκια
[noˈmizːi oti kɾaˈta to‿θːeˈom bu‿t‿aˈɾ̥t͡ʃiθca]
Φράση
νομίζει ότι κρατά τον Θεόν που τ’ αρτσ̆ίθκια
Νομίζει ότι είναι πολύ σπουδαίος, ότι έχει ιδαίτερο κύρος ή εξυπνάδα.
Μα σιόρ, επειδή έγινεν διευθυντής νομίζει ότι κρατά το Θεό που τ'αρτσ̌ίθκια;
Ποιά νομίζεις ότι είσαι; Νομίζεις ότι κρατάς το Θεό που τ'αρτσ̌ίθκια;