ξιμαρισμένος
Μετοχή

  1. Αυτός που είναι βρόμικος, ακάθαρτος, κυριολεκτικά και μεταφορικά.


Παραδείγματα

Κάμε κανένα μπάνιο τζ̌αι είσαι πολλά ξιμαρισμένος.


Έν της νύχτας τούτος, οι δουλειές του εν ξιμαρισμένες.

  1. (μτφ) Αυτός που σκέφτεται και μιλά πρόστυχα ή βρίζει συνεχώς.


Παράδειγμα

Μα τί εν τούτα που λαλείς; Είσαι τέλια ξιμαρισμένος.

Προέλευση

 

 

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.