ρόκολος, -α
Ουσιαστικό, διγενές
Ουσιαστικό, διγενές
Μικρός, άβγαλτος.
Παραδείγματα
Τούτοι οι ρόκολοι εν τέλια ζιζάνια, να δούμεν πότε ενά μεγαλώσουν τζ̆αί θα κόψει ο νους τους.
Περισσότερα ...
Μικρός, άβγαλτος.
Τούτοι οι ρόκολοι εν τέλια ζιζάνια, να δούμεν πότε ενά μεγαλώσουν τζ̆αί θα κόψει ο νους τους.