σ̌εσμένος
Μετοχή

  1. (μτφ) Αυτός που τον έχουν γραμμένο, που δεν τον υπολογίζουν.


Παραδείγματα

Την έσ̌ει σ̌εσμένη τη μάνα του! Ας λαλεί ό,τι θέλει για την φιλενάδα του!


  1. (μτφ) Ο πλούσιος, ο λεφτάς.


Παράδειγμα

Εν σ̌εσμένος στα ριάλια τούτος! Πόσα αυτοκίνητα έσ̌ει ολάν;

  1. (μτφ) Ο υπερβολικά τυχερός, ο γουρλής, ο κωλόφαρδος.


Συνώνυμα:

σ̌εσμένος της λίρας

  1. (μτφ) Ο δειλός, ο χέστης.


Παράδειγμα

-Εν σ̌εσμένος που τον φόο του. Εκλειδώθηκεν μες το αρμάρι μόλις είδεν το σ̌ύλλο.


Συνώνυμα:

σ̌έσης

Φράσεις

  • σ̌εσμένος της λίρας
  • σ̌εσμένος του κοζ̌ιού
  • έχω κάποιον σ̌εσμένο

Σημειώσεις

Στην ελληνική αργκό χεσμένος μπορεί να σημαίνει και αυτό που στα κυπριακά λέγεται πρησμένος (φουσκωμένος από την πολλή γυμναστική) ή επίσης και μαστουρωμένος.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.