τραουλλομάσ̌αιρον
Ουσιαστικό, ουδέτερο

Αυτός που είναι άσχετος, που δεν κατέχει το θέμα με το οποίο πρόκειται να ασχοληθεί.


Παράδειγμα

Έλα δα ρε τραουλλομάσ̌αιρο να σου δείξω εγώ που ξέρω τη δουλειά, γιατί εσένα εν σου περνά.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.