τσικνοπούττιν
[tsːʰiknoˈputːʰin]
Ουσιαστικό, ουδέτερο

(πρχ) Αυτή που το πουττίν της μυρίζει ούρα.

Πηγές

Ο ορισμός προέρχεται τον Κ. Γιαγκουλλή (Θησαυρός κυπριακής διαλέκτου, 2009), o οποίος σημειώνει ότι η λέξη χρησιμοποιείται "χλευαστικά για όσες παριστάνουν τις σπουδαίες".

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.