φακκώ
[fakʰːó]
Ρήμα

  1. (με αιτιατική) Κτυπώ απότομα και συνήθως με κρότο.


Παραδείγματα

Εφάτσισα τα χέρια μου στο τραπέζι και σηκώστηκα να φύγω.


Εφάτσισα το πόιν μου, αλλά δεν έσπασα κόκκαλον.

  1. (με γενική) Εκνευρίζω κάποιον, του τη δίνω.


Παραδείγματα

Καλά τόσο πολλά σου φακκώ που κάθε φορά που με θωρείς σηκώνεσαι τζ̌αι φεύκεις;


Ήνταλως εν έτσι τούτος; Φακκά μου πολλά!


Φακκά μου

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Το ρήμα έχει ενδιαφέρον για τις πολλές αργκοτικές εκφράσεις στις οποίες συμμετέχει, αλλά και για τα παράγωγά του όπως τα επίθετα φατσ̌ημένος και αφάτσ̌ητος.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.