ψάρακας
Ουσιαστικό, αρσενικό

Αυτός που είναι πολύ ψάρι.


Συνώνυμα:

Προέλευση

Μεγεθυντικό, από τη λέξη ψάρι με προσθήκη της παραγωγικής κατάληξης -ακας.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.