ψαρούκλας
Ουσιαστικό, αρσενικό

Το ψάρι.


Συνώνυμα:

Προέλευση

Από το ψαρούκλα, με προσθήκη του παραγωγικού επιθήματος -ας, που συνηθίζεται στη σύγχρονη κυπριακή διάλεκτο περισσότερο από ό,τι στην κοινή νεοελληνική.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.