ψαρούκλας
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Προέλευση
Από το ψαρούκλα, με προσθήκη του παραγωγικού επιθήματος -ας, που συνηθίζεται στη σύγχρονη κυπριακή διάλεκτο περισσότερο από ό,τι στην κοινή νεοελληνική.
Περισσότερα ...
Από το ψαρούκλα, με προσθήκη του παραγωγικού επιθήματος -ας, που συνηθίζεται στη σύγχρονη κυπριακή διάλεκτο περισσότερο από ό,τι στην κοινή νεοελληνική.