Γραμματική Κατηγορία: Ουσιαστικό, διγενές


τάκκαρος, τακκάρα

δημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 19 Δεκεμβρίου 2016)
Αυτός που είναι πολύ όμορφος και εντυπωσιακός, πολύ τάκκος.

τάκκος (1)

δημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 8 Μαρτίου 2016)
Πολύ όμορφη γυναίκα, κουκλάρα.

χωρκοΰρης, -α

δημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 12 Νοεμβρίου 2015)
Αυτός που χωρκοϋρίζει, που γυρίζει εδώ κι εκεί διασκεδάζοντας και δεν μαζεύεται στο σπίτι του, ο σουρτούκης.