παλαρισμένος (-ος, -η, -ον)δημιουργήθηκε από katerina (τροποποιήθηκε 15 Αυγούστου 2017) (μτφ) Θυμωμένος. Χαρακτηρισμός προσώπου
πομπαρισμένοςδημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 13 Απριλίου 2016) Αυτός που είναι γεμάτος, πηγμένος από κάποια ουσία ή και ιδέα. Δείτε ακόμη 1 ορισμό ... Νεολογισμός
σταματημένοςδημιουργήθηκε από Eirini.Ch (τροποποιήθηκε 27 Φεβρουαρίου 2016) Αυτός που είναι χαζός, που δεν του κόβει. ΜειωτικόΝεανική γλώσσα
κρουσμένοςδημιουργήθηκε από Haritini (τροποποιήθηκε 1 Μαρτίου 2020) Αυτός που είναι μαστρουρωμένος, που βρίσκεται υπό την επήρεια ναρκωτικών. Δείτε ακόμη 1 ορισμό ... Χαρακτηρισμός προσώπου
τριβιτζ̌ιάζουμαιδημιουργήθηκε από katerina thoma (τροποποιήθηκε 19 Φεβρουαρίου 2016) Καίγομαι από ανυπομονησία, δεν αντέχω να καθήσω ήσυχα. Κοινή αργκόΧαρακτηρισμός προσώπου
πρησμένοςδημιουργήθηκε από trimpakkiros (τροποποιήθηκε 12 Φεβρουαρίου 2016) Υπερβολικά γυμνασμένος, φουσκωτός. ΕιρωνικόΝεανική γλώσσα
πιττωμένοςδημιουργήθηκε από michalis_christoforou (τροποποιήθηκε 23 Ιανουαρίου 2016) Αυτός που είναι μεθυσμένος. Ειρωνικό
λουμένοςδημιουργήθηκε από michalis_christoforou (τροποποιήθηκε 23 Ιανουαρίου 2016) Αυτός που είναι πολύ τυχερός στα χαρτιά, που λούννεται το χαρτί. Χαρακτηρισμός προσώπουΧαρτοπαικτικό
κυστημένοςδημιουργήθηκε από Eleni_Zavrou (τροποποιήθηκε 19 Δεκεμβρίου 2016) Πειραγμένος, πικαρισμένος. Δείτε ακόμη 1 ορισμό ... Κοινή αργκό