γαμώ τον σ̌σ̌ίστον που σ' έφκαλεν

δημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 3 Μαρτίου 2016)
Γαμώ το μουνί που σ' έβγαλε, συνώνυμο με τα https://www.cyslang.com/dictionary/%CE%B3%CE%B1%CE%BC%CF%8E-%CF%84%CE%BF-%CF%83%CF%83%CE%AF%CF%83%CF%84%CE%BF-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CF%83%CE%B5-%CE%B5%CE%BE%CE%B9%CE%BC%CF%80%CE%AC%CF%81%CF%81%CF%89%CF%83%CE%B5/ και γαμώ το https://www.cyslang.com/dictionary/%CE%B3%CE%B1%CE%BC%CF%8E-%CF%84%CE%BF-%CF%83%CF%83%CE%AF%CF%83%CF%84%CE%BF-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CF%83%CE%B5-%CE%BE%CE%B9%CF%80%CF%8C%CF%81%CE%B5%CF%88%CE%B5%CE%BD/.

γαουρο-

δημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 31 Μαρτίου 2016)
Πρώτο συνθετικό λέξεων που χρησιμοποιείται επιτατικά για να προσδώσει αρνητική έννοια στο δεύτερο συνθετικό, το οποίο παρουσιάζεται ως: α) ανησυχητικά μεγάλου μεγέθους, όγκου ή βάρους: γαουρόβιλλος, γαουρόπατσος... β) ενοχλητικά αγενές, ανάγωγο ή άσχημο : γαουρομούτσουνος, γαουρόφωνος... γ) όλα τα πιο πάνω μαζί - ή τέλος πάντων ως κάτι που ο ομιλητής θέλει να μειώσει ή να προσβάλει με ευσύνοπτο και κατανοητό τρόπο:  γαουρόπελλος, γαουρόσπορος...

γαουρόγαρος

δημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 1 Φεβρουαρίου 2017)
Αυτός που είναι τόσο αγενής και αναίσθητος, τόσο γάρος που μπορούμε να πούμε ότι είναι χειρότερος και από γάρο.