κάμνω κάποιον μαρτούινδημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 14 Φεβρουαρίου 2016) (πρχ) Δέρνω κάποιον άσχημα, τον σπάω στο ξύλο. Κοινή αργκό
κάμνω κάποιον πότσανδημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 19 Απριλίου 2016) Κάνω κάποιον σκόνη, τον κερδίζω με ευκολία. Κοινή αργκό
κάμνω κάποιον φοινιτζ̆ιάδημιουργήθηκε από mariacon (τροποποιήθηκε 28 Δεκεμβρίου 2015) Εγκωμιάζω κάποιον, κυρίως όταν δεν είναι παρών. Κοινή αργκόΧαρακτηρισμός κατάστασης
κάμνω κάτι γυαλλίνδημιουργήθηκε από chalkaszacharias (τροποποιήθηκε 3 Ιανουαρίου 2016) Καθαρίζω κάτι πολύ καλά. Κοινή αργκόΣτρατιωτικό
κάμνω μύλλεςδημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 5 Δεκεμβρίου 2015) Χαίρομαι με τον πόνο, με την αποτυχία του άλλου.
κάμνω πίππανδημιουργήθηκε από armostis (τροποποιήθηκε 29 Μαρτίου 2016) Κάνω πίππα, πεολειχία. Δείτε ακόμη 1 ορισμό ... Σεξουαλικό
κάμνω σκιπδημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 12 Μαρτίου 2016) Παραλείπω, προσπερνώ μια υποχρέωση ή μία διαδικασία. Νεανική γλώσσα
κάμνω σ̌όουδημιουργήθηκε από leonora (τροποποιήθηκε 20 Δεκεμβρίου 2015) Εντυπωσιάζω με την απόδοση μου, κάνω κάτι καλύτερα από κάποιον άλλο. Νεανική γλώσσα
κάμνω τα δύο επί έναδημιουργήθηκε από Stelios (τροποποιήθηκε 13 Δεκεμβρίου 2015) Τα κάνω λίμπα, καταστρέφω ό,τι βρω μπροστά μου. Κοινή αργκό
κάμνω τα κάποιου παττιχούεςδημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 30 Ιουνίου 2017) Του τα πρήζω, του τα κάνω τσουρέκια.