ξικλατσ̆άρωδημιουργήθηκε από Angelos Charalambous (τροποποιήθηκε 24 Νοεμβρίου 2019) Χαλαρώνω, ησυχάζω. Κοινή αργκό
ξιμαρισ̌ιά του λάκκουδημιουργήθηκε από Haritini (τροποποιήθηκε 9 Φεβρουαρίου 2016) Παλιάνθρωπος, αισχρός, ανήθικος και που ενδεχομένως σχετίζεται με τον υπόκοσμο. Κοινή αργκόΜειωτικό
ξιμαρισμένοςδημιουργήθηκε από rparis01 (τροποποιήθηκε 3 Δεκεμβρίου 2015) Αυτός που είναι βρόμικος, ακάθαρτος, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Δείτε ακόμη 1 ορισμό ... Κοινή αργκόΜειωτικό
ξιμπαρρώννωδημιουργήθηκε από daniel28 (τροποποιήθηκε 16 Δεκεμβρίου 2015) Αφαιρώ ή μετακινώ κάτι από την θέση του. Κοινή αργκό
ξύννω κάποιονδημιουργήθηκε από Victoria Jones (τροποποιήθηκε 23 Φεβρουαρίου 2016) Ξεπαραδιάζω κάποιον απαιτώντας συνεχώς να με κεράσει, κυρίως ποτό ή τσιγάρο. Νεανική γλώσσα
ξύστροςδημιουργήθηκε από tinkerbell (τροποποιήθηκε 18 Δεκεμβρίου 2015) (πρχ) Μεταλλικό εργαλείο που χρησίμευε για να καθαρίζουν το κολλημένο ζυμάρι από τη σκάφη του ζυμώματος. Δείτε ακόμη 1 ορισμό ... Κοινή αργκόΜειωτικόΧαρακτηρισμός προσώπου
πουττίν ξ̌ουρισμένονδημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 27 Φεβρουαρίου 2016) Δουλειά που δεν παρουσιάζει καμία δυσκολία, μασημένο φαΐ.